изучить - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

изучить - translation to ρωσικά


изучить      
étudier , apprendre ; posséder ( освоить )
изучить проблему - étudier un problème
изучить ремесло - apprendre un métier
изучить чей-либо характер - étudier le caractère de qn
изучить язык - étudier une langue
изучать      
см. изучить
prendre une chose par la tête et par la queue      
изучить что-либо досконально

Ορισμός

ИЗУЧИТЬ
1. научно исследовать, познать.
И. древнюю рукопись.
2. внимательно наблюдая, ознакомиться, понять.
И. обстановку. И. чей-н. характер.
3. постичь учением, усвоить в процессе обучения.
И. ремесло. И. иностранный язык.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για изучить
1. Необходимо изучить потенциал и размер российского рынка.
2. Это позволяло изучить обстановку, справиться со страхом.
3. Итак, единороссы намерены детально изучить технологию управления.
4. Например, изучить опыт Польши пятнадцатилетней давности.
5. Главное - изучить, какие "второстепенные" условия предлагают банкиры.